Οι παγκόσμιες πωλήσεις των βιομηχανικών ρομπότ σημείωσαν νέο ρεκόρ το 2017, φθάνοντας τις 380.550, σύμφωνα με τη Διεθνή Ομοσπονδία Ρομποτικής (IFR).
Η αύξηση έφθασε το 29% σε σχέση με το 2016, όταν είχαν πωληθεί 294.300 βιομηχανικά ρομπότ διεθνώς. Η μεγαλύτερη αύξηση στη ζήτηση σημειώθηκε πέρυσι στην Κίνα (58%), ενώ μικρότερη ήταν στη Γερμανία (8%) και στις ΗΠΑ (6%).
Η αυτοκινητοβιομηχανία συνεχίζει να απασχολεί τα περισσότερα βιομηχανικά ρομπότ. Στον κλάδο αυτό προστέθηκαν άλλα 125.200 ρομπότ το 2017 (αύξηση 21% έναντι του 2016). Όμως η ζήτηση για ρομπότ υπήρξε ακόμη μεγαλύτερη στη βιομηχανία μετάλλου (+54%), ηλεκτρονικών/ηλεκτρικών ειδών (+27%) και τροφίμων (+19%).
Τα περισσότερα βιομηχανικά ρομπότ το 2017 εγκατέστησε η Ασία, με πρώτη την Κίνα (περίπου 138.000), δεύτερη τη Ν.Κορέα (40.000) και τρίτη την Ιαπωνία (38.000). Οι ΗΠΑ τοποθέτησαν στις βιομηχανίες τους άλλα 33.000 ρομπότ, ενώ στην Ευρώπη για μια ακόμη χρονιά την πρωτιά είχε η Γερμανία (22.000 νέα ρομπότ).
«Η αύξηση των βιομηχανικών ρομπότ συνεχίζεται με εντυπωσιακό ρυθμό παγκοσμίως. Τάσεις-κλειδιά όπως η ψηφιοποίηση, η απλοποίηση και η συνεργασία ανθρώπων-ρομπότ θα διαμορφώσουν με βεβαιότητα το μέλλον και θα ωθήσουν σε περαιτέρω ταχύτατη ανάπτυξη» δήλωσε ο πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Ρομποτικής Γιουντζί Τσούντα.
Σύμφωνα με την Ομοσπονδία, η πραγματική παραγωγή διασυνδέεται ολοένα πιο πολύ με τον εικονικό-ψηφιακό κόσμο, ανοίγοντας τελείως νέες δυνατότητες, με τη βοήθεια πλέον και της τεχνητής νοημοσύνης, η οποία επιτρέπει στα ρομπότ να αποκτούν περισσότερη «εξυπνάδα» και νέες δεξιότητες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο μεγάλες βιομηχανίες αλλά ολοένα περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις να εισάγουν αυτοματισμούς και ρομπότ στην παραγωγική διαδικασία τους.
Παράλληλα, περισσότεροι άνθρωποι στις γραμμές παραγωγής δουλεύουν πλέον δίπλα-δίπλα με τα ρομπότ και τα τελευταία δεν είναι περιορισμένα σε ειδική περιοχή για λόγους ασφαλείας. Με αυτό τον τρόπο, η παραγωγή δεν είναι πια μαζική, αλλά γίνεται πιο ευέλικτη και πιο εξατομικευμένη, πράγμα που καθιστά εφικτή την παραγωγή μιας μεγαλύτερης ποικιλίας προϊόντων και με μεγαλύτερη πολυπλοκότητα.