Ένα ολλανδικό χωριό που είχε συνδεθεί στο Twitter με σατανιστικά εγκλήματα και θυσίες μικρών παιδιών έχασε τη δικαστική μάχη που έδινε με την πλατφόρμα.
Το δικαστήριο έκρινε ότι ο ιστότοπος κοινωνικής δικτύωσης έκανε αρκετά για να εμποδίσει τη διάδοση αυτής της συνωμοσιολογικής θεωρίας.
Ο δήμος του Μποντεγκράφεν-Ριουβάικ, στη δυτική Ολλανδία, προσέφυγε εναντίον του Twitter τον Σεπτέμβριο, ζητώντας να διαγραφούν όλες οι αναρτήσεις που συνδέουν το χωριό με παιδο-σατανιστικά εγκλήματα.
Η «ιστορία του Μποντεγκράφεν» διαδόθηκε από τρεις άνδρες, σε διάφορες πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, μεταξύ Ιανουαρίου-Ιουνίου 2021.
Ο ένας από αυτούς υποστήριζε ότι πριν από 30 χρόνια υπήρξε «μάρτυρας και θύμα» σατανιστικών τελετών και φόνων μικρών παιδιών. Έκαναν μάλιστα έκκληση να πάει ο κόσμος στο χωριό για να αφήσει λουλούδια και μηνύματα στους τάφους των «θυμάτων». Πολλές δεκάδες άνθρωποι ανταποκρίθηκαν σ’ αυτό το κάλεσμα.
Το 2021 το χωριό στράφηκε δικαστικά εναντίον των τριών ανδρών, οι οποίοι υποχρεώθηκαν να διαγράψουν όλες τις αβάσιμες ιστορίες που διέδιδαν.
Ο δήμος θεώρησε όμως ότι το Twitter δεν έκανε ό,τι έπρεπε για να εμποδίσει τη διάδοση της ιστορίας αυτής και ζητούσε να διαγράψει όλες τις αναρτήσεις που παρέπεμπαν σ’ αυτήν. Δικαστήριο της Χάγης έκρινε, ωστόσο, σήμερα ότι το Twitter «έκανε αρκετά για να διαγράψει το παράνομο περιεχόμενο της ιστορίας του Μποντεγκράφεν από την πλατφόρμα».
Το Twitter διέγραψε οριστικά έναν λογαριασμό που διέδιδε «δυσφημιστικές» ιστορίες για το χωριό, καθώς και όλες τις αναπαραγωγές αυτών των αναρτήσεων.
Το δικαστήριο υιοθέτησε την επιχειρηματολογία του Twitter
Σύμφωνα με ολλανδικά μέσα ενημέρωσης, πρόκειται για τον λογαριασμό του «Micha Kat», ενός ατόμου που έχει κατηγορήσει στο παρελθόν πολλούς γνωστούς Ολλανδούς για παιδεραστία και σήμερα βρίσκεται στη φυλακή.
Το Twitter «δεν είναι υποχρεωμένο να διαγράψει όλα τα μηνύματα στα οποία ο όρος ”Μποντεγκράφεν” συνδέεται με τη φράση ”κακοποίηση παιδιών” με δική του πρωτοβουλία και χωρίς αίτημα της κοινότητας», έκρινε το δικαστήριο. Ο δήμος θα πρέπει επομένως να ακολουθήσει τη διαδικασία της «ενημέρωσης και διαγραφής»: να υποδείξει τις αναρτήσεις που θεωρεί παράνομες και να ζητήσει τη διαγραφή τους. «Δεν είναι όλες παράνομες και δεν μπορεί να μπει ένα φίλτρο σε αυτήν την περίπτωση», εξήγησε, υιοθετώντας την επιχειρηματολογία του Twitter.
Η πλατφόρμα υποστήριζε ότι η εισαγωγή ενός φίλτρου θα ήταν αντίθετη με την ελευθερία της έκφρασης και θα διέγραφε, μεταξύ άλλων, ακόμη και περιεχόμενο που διαψεύδει, για παράδειγμα, την ύπαρξη ενός δικτύου δολοφόνων σατανιστών στο χωριό.